- ὀλιγαρτία
- ὀλῐγ-αρτία, ἡ,A scarcity of bread, EM621.47, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀλιγαρτία — ὀλιγαρτίᾱ , ὀλιγαρτία scarcity of bread fem nom/voc/acc dual ὀλιγαρτίᾱ , ὀλιγαρτία scarcity of bread fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγαρτία — ὀλιγαρτία, ἡ (Α) έλλειψη άρτου («ὀλιγαρτία ἔνδεια τοῡ σίτου», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ἄρτος] … Dictionary of Greek
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek